- ὀπισθοδίωξις
- ὀπισθο-δίωξις [pron. full] [δῐ], εως, ἡ,A = παλίωξις, Jo.Diac.ad Hes Sc.154.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπισθοδίωξις — ὀπισθοδίωξις, ἡ (Μ) η παλίωξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + δίωξις (< διώκω)] … Dictionary of Greek
ὀπισθοδίωξις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek